συνώνυμο(ν)

συνώνυμο(ν)
το синоним

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συνώνυμο(ν)" в других словарях:

  • αταβισμός — Συνώνυμο της προγονικής κληρονομικότητας. Αταβιστικοί ονομάζονται οι χαρακτήρες που εμφανίζονται σε ζώα ή φυτά και υπήρχαν σε πολύ μακρινούς προγόνους, ενώ στις διάμεσες γενιές και στους γεννήτορες απουσίαζαν. Τέτοια παραδείγματα στον άνθρωπο… …   Dictionary of Greek

  • ανεμόφιλα — Συνώνυμο του όρου ανεμόγαμα (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

  • Καταθυμικά Φαντασιωσική Ψυχοθεραπεία — Η θεραπεία της κατευθυνόμενης ονειροπόλησης του Leuner είναι βραχεία ψυχοθεραπευτική τεχνική, που κατατάσσεται στις τεχνικές που χρησιμοποιούν στην φαντασίωση. Στο τέλος της δεκαετίας του ’40, o H. Leuner ασχολήθηκε με την πειραματική μελέτη του… …   Wikipedia

  • Τιβέριος — I (Tiberius). Όνομα 2 Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Ιούλιος Καίσαρ (Ρώμη 42 π.Χ. – Μισένο 37 μ.Χ.). Απόγονος της αριστοκρατικής οικογένειας των Κλαυδίων, μπήκε νεότατος στη δημόσια ζωή και μετά τον γάμο της μητέρας του Λιβίας με τον Αύγουστο έγινε… …   Dictionary of Greek

  • άβρα — Λέξη σημιτική που αναφέρεται κυρίως στην Παλαιά Διαθήκη, στη μετάφραση των Ο’. Πρόκειται για την έμπιστη θεραπαινίδα ή την ακόλουθο. Συνώνυμό της είναι η λέξη βάγια. * * * ἅβρα και ἄβρα, η (Α) νεαρή δούλα, έμπιστη τής κυρίας της. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… …   Dictionary of Greek

  • άλλιξ — ἄλλιξ ( ικος), η (Α) 1. αντρικό πανωφόρι 2. πορφυρή χλαμύδα 3. είδος πόρπης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά σε θεσσαλικά κείμενα και σε ποιητές τής Ελληνιστικής περιόδου. Το συνώνυμο λατινικό alicula «είδος χλαίνης» αποτελεί πιθ. δάνειο… …   Dictionary of Greek

  • άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… …   Dictionary of Greek

  • αβγαταίνω — και τάω και τίζω (Ι) (αμετάβ.) 1. γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος, αυξάνομαι, πληθαίνω 2. προοδεύω, προκόβω (II) (μτβ.) 1. αυξάνω, πληθαίνω, πολλαπλασιάζω 2. προσφέρω περισσότερα, πλειοδοτώ 3. αποπερατώνω, τελειώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβγατίζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»